Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Γιατί οι ηλιακές ακρίδες είναι τόσο νωχελικές;

Ένα περασμένο μεσημέρι το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. -Γεια σου, καλούμε σχετικά με το περιστατικό που σου συνέβη τον περασμένο Απρίλη. -Από την αστυνομία της Πλατιάς Κοιλάδας; -Ναι, ξέρεις είσαι βασικός μάρτυρας και θα πρέπει να παραστείς στη δίκη. Μεθαύριο. -Μα θα βρίσκομαι μακρυά στο Νάτχερμπτοιρ. -Η παρουσία σου είναι απολύτως απαραίτητη, τα έξοδά σου θα καλυφθούν, γεια.
Ο Ε βρισκόταν σε δεινή θέση. Θα έπρεπε να ακυρώσει την ερευνητική αποστολή στο Νάτχερμπτοιρ που οργάνωνε τόσο καιρό. Το κόστος θα ήταν ανυπέρβλητο. Μια συμβιβαστική λύση θα ήταν αυθημερόν μετάβαση στη δίκη. Αλλά οι αποστάσεις ήταν τεράστιες και η συχνότητα των τραίνων των απόκοσμων σιδηροδρόμων αποκαρδιωτική. Θα έπρεπε να ξεκινήσει από το σταθμό του Χωραφιού της Θύελλας να μετεπιβιβαστεί στο Ρέβισνεν για να φτάσει ξημερώματα στο Λιβαγόσκ. Τίποτα από αυτά δε χρειάστηκε να γίνει.
Στην αίθουσα των μαρτύρων συνωστίζονταν πολίτες και όργανα της αστυνομίας της Πλατιάς Κοιλάδας. Ο Ε εξέταζε μηχανικά το πλήθος. Προς στιγμή φαινόταν αδύνατον να βρει κάποιο γνωστό. Πρίν προλάβει να διαβάσει όλα τα πρόσωπα μια φωνή τον διέκοψε. –Γεια σου. Χαίρομαι που ήρθες, ελπίζω να μην καθυστερήσουμε πολύ μιας και έχεις έρθει από το Ρέβισνεν. Οι περισσότεροι μάρτυρες είναι εδώ, περιμένουμε κάποια από την Μεσόγειο, θα έρθει αύριο. Ο Β - ο άνθρωπος στο τηλέφωνο- είχε διακρίνει τον Ε αμέσως μόλις μπήκε στην αίθουσα. Ήταν ντυμένος επίσημα. Μήνες πρίν όταν ερευνούσε την υπόθεση είχε εμφανιστεί με ρούχα τριμένα και παλιά που θα ταίριαζαν σε έναν εκτός υπηρεσίας επιδιορθωτή ανελκυστήρων. Είχε καλέσει αιφνιδιαστικά και ζητούσε συνάντηση αμέσως. Ο Β ήταν ένας από τους ανθρώπους που δουλειά τους είναι να μη φαίνεται ποιά είναι η δουλειά τους. Διέκρινε το κάθε βλέμμα και την όποια κίνηση, απέφευγε επίθετα και χαρακτηρισμούς και έδειχνε μεθοδικός.
Ευτυχώς η δίκη δεν κράτησε πολύ. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε την ενοχή του κάτω από το βάρος των μαρτυριών που είχε συλλέξει ο Β. Αυτό έλυνε τα χέρια του Ε. Θα μπορούσε να ταξιδέψει επιτέλους στο Νάτχερμπτοιρ και να περισώσει ό,τι μπορούσε από τον αρχικό σχεδιασμό. Οδηγώντας στους μονούς δρόμους ώρες με στάσεις για ύπνο και ξεκούραση έφτασε στην περιοχή του Μηλοσταυρού. Πυκνή ομίχλη κάλυπτε τις κορυφές. Θερμοκρασία όχι ιδιαίτερα υψηλή στους 10.5 και επίμονο ψιλόβροχο. Άνεμος ανεκτός. Όμως η πυκνή ομίχλη –να την κόβεις με το μαχαίρι- καθιστούσε τη χρήση των μηχανικών μέσων αδύνατη. Η ομάδα εγκατέλειψε το όχημα στην αρχή της έρημης παγετωνικής κοιλάδας (από τις σπανιότερες αυτού του νησιού) και κινήθηκε πεζή ανηφορικά. Πλαγιές που είχε γλύψει ο παγετός ορθώνονταν εκατέρωθεν του μονοπατιού και επιδείκνυαν τεράστιες σάρες και άφθονα νερά. Η ανάβαση γινόταν πια μόνο ψηλαφώντας το μικρό πλευρικό στηθαίο. Ξαφνικά, ένας ήχος γραναζιών διέκοψε την αγωνία της πορείας. Ήταν ένας μοναχικός ποδηλάτης που όπως αποδείχτηκε επέστρεφε από το Νάτχερμπτόιρ. Ο Ε τον ευχαρίστησε για τις πληροφορίες και η ομάδα τάχυνε το βήμα. Μισή ώρα αργότερα είχαν διασχίσει την παγετωνική πτύχωση και βρίσκονταν σε έναν τόπο που φαινόταν επίπεδος αν κρίνει κανείς με βάση όλες τις αισθήσεις εκτός από την όραση.
Ένας μέλος της ομάδας σκόνταψε σε μια στήλη: «Πέρασμα των μοσχαριών, 732 μέτρα». Αμέσως ριπές αέρα από τον ωκεανό έπαιρναν και αραίωναν την ομίχλη. Σε λίγο διακρινόταν ο μικρός όρμος του Μηλοσταυρού με τα ξύλινα παραθαλάσσια σπιτάκια. Μια πινακίδα για αυτούς που ανεβαίνουν έργαφε: «Δρόμος κλειστός σε χειμερινές συνθήκες. Νέοι οδηγοί μην επιχειρήσετε διάσχιση. Δοκιμάστε εναλλακτική παράκτια διαδρομή» -Πολύ αργά, σκέφτηκε ο Ε. Έχοντας ξανά στη διάθεσή της μηχανικά μέσα η ομάδα βρέθηκε στο Νατχεμπτοιρ σε μισή ώρα. Αποστολή ήταν η διευρευνητική συλλογή στοιχείων για ένα πείραμα συνδιαχείρησης ακατοίκητων εκτάσεων.
Τρεις μέρες αργότερα στο εργαστήριο στο Λιβαγόσκ μια βαριά απογευματινή συννεφιά έδειχνε να υποχωρεί. Μια μηχανική ακρίδα με προσαρμοσμένο ένα μικροσκοπικό φωτοβολταικό πάνελ εξακολουθούσει να αδρανεί παρά τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Ο Ε παρατηρούσε την ακρίδα. Την πήρε και την έστρεψε κάθετα στο φως και γρήγορα με ένα μηχανικό βόμβο η ακρίδα σύρθηκε λίγα εκατοστά στην επιφάνεια του γραφείου. Ήταν η πρώτη της κίνηση ύστερα από ένα μήνα στη θέση αυτή.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Ανώμαλη προσγείωση στον καθημερινό εφιάλτη τους

Δεν υπάρχει καλύτερο ηρεμιστικό από το να μοιράζεις το χρόνο σου μεταξύ δύο χωρών. Το μισό χρόνο χαίρεσαι γιατί δεν υποφέρεις τα στραβά της μιας και τον άλλο μισό τα ανάποδα της άλλης. Αυτή η χαιρέκακη ηδονή μπροστά στα δεινά των άλλων, η αποξένωση από τη ζοφερή πραγματικότητα των ντόπιων είναι μάλλον ενστικτώδης αντίδραση προάσπισης της εσωτερικής ηρεμίας.
Θυμάμαι ζούσαμε για χρόνια σε μια μικρή παραλιακή πόλη. Στο κέντρο περίπου υπήρχε και το στοιχειώδες λιμάνι, απαρχαιωμένο αλλά σε μεγάλη χρήση που ως υποδομή παραμένει το ίδιο και τώρα, είκοσι χρόνια μετά. Επειδή τους ανθρώπους πάντοτε τραβούσε το υγρό στοιχείο έτσι κι εμείς οι κάτοικοι προτιμούσαμε τη ζώνη του λιμανιού για κάποιες από τις βόλτες μας. Πολλά κυριακάτικα απογεύματα δειπνούσαμε σε ταβέρνες πίσω από μπαζωμένες προκυμαίες και τους κυματοθραύστες. Η έντονη δυσοσμία των αστικών λυμάτων μας αναστάτωνε όλους όταν βοηθούσε και ο αέρας. Κι έτσι αυτή η ενοχλητική που και που επαφή μας με τη θάλασσα ποτέ δεν μας έγινε μια καθημερινή συνήθεια. Μάλλον απαθώς τα δεχόμασταν όλα αυτά. Δεχόμασταν ότι η πόλη μας και η ζωή μας σε αυτή έπρεπε να υποτάσσεται σε έναν υπέρτερο σκοπό, την απρόσκοπτη διέλευση των κατά καιρούς χρηστών του λιμανιού και όσων κατά ξηρά ταξιδιωτών τη διέσχιζαν για να πάνε κάπου αλλού. Το αντίθετο θα ήταν μάλιστα αδιανόητο ενός είδους παρακώλυση συγκοινωνιών. Όλοι αυτοί έπρεπε να πάνε κάπου κι ας μη ζούσαμε από αυτούς, κι ας μην ωφελούμασταν από τη φευγαλέα παρουσία τους. Οι άνθρωποι, τα αγαθά, ή ρύπανση έπρεπε να υπάρχουν. Έπρεπε γιατί αυτό ανταποκρινόταν στο επίπεδο ανάπτυξής μας τότε. Έπρεπε...
Δε θυμάμαι να ζητήσαμε ποτέ τίποτα, δε θυμάμαι να εξεγερθήκαμε, δε μας απασχολούσε και τόσο που οι άλλοι δε νοιάζονταν για μας επειδή κι εμείς δε νοιαστήκαμε ποτέ για μας τους ίδιους. Δε χάναμε την ευκαιρία να πνίξουμε το μέλλον σε ένα βούρκο πρόχειρων και ληξιπρόθεσμων λύσεων. Ήταν περίπου φυσικό να παίρνεις το ΙΧ, σου την παλιολαμαρίνα σου να κοπανιέσαι σε λακουβόδρομους για 20 λεπτάκια και νάσου στα ταβερνάκια της μαρίνας και του λιμανιού. Έτσι ζούσαμε τότε κάπως υποφερτά θα έλεγα με όλη την εξιδανικευτική θολούρα που προσθέτει ο χρόνος.
Σήμερα ξαναβρεθήκαμε εκεί. Ο μικρόκοσμός μας του 1980 δεν υπάρχει πια, δεν αναγνωρίζεται. Πλήθη και μάζες πολιορκούν το αυτοσχέδιο λιμανάκι, οι διακινητές, αυτών που η εξυπηρέτηση προείχε κάποτε όταν ασκούσαν τα μίζερα και περιθωριακά καθήκοντά τους και που για τις ανάγκες του ρολίσκου τους φορούσαν κάποια τριμένη στολή άλλαξαν. Βαρέθηκαν να είναι οι μίζεροι με την τρύπια στολή, δεν άλλαξαν δουλειά αλλά αποφάσισαν να εξευτελίσουν τις ήδη άθλιες υπηρεσίες τους, να γίνουν εκτός από μίζεροι και περιθωριακοί, διεφθαρμένοι, μίζεροι και περιθωριακοί.
Κι εμείς που ζούσαμε εδώ δεν αναγνωρίζουμε τίποτα από τα παλιά. Η θαλασσά μας καθάρισε με τη γενική μας πρόοδο αλλά οι διεφθαρμένοι και άχρηστοι μας απέκλεισαν και πάλι για χάρη των πελατών τους. Θα θέλαμε να αθλούμαστε τις Κυριακές δίπλα στο κύμα, να βρεχόμαστε στα νερά της θάλασσάς μας. Να δείξουμε κάτι καλό αν τυχόν φιλοξενούσαμε κάποιον. Αλλά δε γίνεται οι άνθρωποι αυτοί πρέπει κάπως να βολευτούν να διακινηθούν, έτσι μας έλεγαν πάντα έτσι πιστεύουμε ως και τώρα.
Όλοι αυτοί που αδιαφορούσαν για μας αλλά επειδή ούτε κι εμείς νοιαστήκαμε ποτέ για τους εαυτούς μας δεν μας πείραζε η αδιαφορία τους άρχισαν να κόπτονται. Είδαν το πρόβλημα και αποφάσισαν ότι η σταθερή κατάσταση, η αδιαφορία είναι η λύση. Έστειλαν εδώ όλες αυτές τις μάζες, έστησαν σκηνικά γκέτο, πλούτισαν αυτούς με την τριμένη στολή. Εμείς οι κάτοικοι ή μάλλον ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ξέχωρα από ΕΜΕΝΑ μιας και ΕΓΩ δεν ζω τώρα πια εδώ είναι κάπως πειραγμένοι. Δε ζήτησαν ποτέ τίποτα, δε διαμαρτυρήθηκαν ποτέ δε διεκδικησαν να τους βρουν λύση σε οτιδήποτε. Αλλά αυτό τώρα ίσως κάπως παραπάει, διότι δεν είναι μάλλον και το πρέπον όλο αυτό το χώμα που τους έριχναν τόσα χρόνια να τους θάψει τόσο ξαφνικά. Αυτοί που δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα να γίνουν η χωματερή αυτών που ποτέ δεν τους ενόχλησαν; Ίσως κάποια στιγμούλα να το ξαναβλέπαμε αυτό, μπορεί ενδεχομένως, παρακαλούν, για λίγη προσοχή, αν δεν ενοχλούν, να τους ακούσουν ένα λεπτάκι, κάποιοι κάπως υπεύθυνοι για όλα αυτά να δώσουν λίγο από το χρόνο τους αυτοί οι κάποιοι, λίγο από τον οπωσδήποτε πολυάσχολο χρόνο τους ένα μικρό προβληματάκι δα, εκείνοι που δεν ζήτησαν τίποτα ζητάνε από κάποιους που δεν άκουσαν ποτέ τίποτα. Μα τελικά πρέπει όλοι αυτοί οι άνθρωποι να εξυπηρετηθούν αυτό προέχει. Εδώ υπάρχει μια επιχείρηση. Μα με το μικρόκοσμό του ο καθένας, σκέφτονται οι κάποιοι! Φτάνει πια. Εξοργίζονται οι κάποιοι και επιστρέφουν στην παντοτινή οπωσδήποτε και κερδοφόρα αδιαφορία τους. Πρέπει οι χρήστες να εξυπηρετηθούν κι εσείς για χάρη τους υπάρχετε λένε τώρα.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Το ταξίδι στο απόκοσμο μέρος

Μπορεί να είναι το τελευταίο ως τώρα και ο Ε να βρίσκεται αυτή τη στιγμή εκεί αλλά το ταξίδι στη χώρα που μίκραινε παρεμβάλλεται γιατί αφετηρία για εκεί ήταν το απόκοσμο μέρος κι η επιστροφή πάλι σε αυτό. Όσο για το ταξίδι στον τόπο που θεωρούμε δικό μας: ήταν το πρώτο χρονολογικά αλλά αυτό έχει παράξενη σημασία γιατί ο χρόνος στον τόπο μας γυρίζει πίσω, μεταθέτοντας συνεχώς και το ταξίδι πιο βαθιά στο παρελθόν.

Το ταξίδι στο απόκοσμο μέρος δεν υπάκουγε σε κάποια βαθύτερη λογική. Πρέπει λοιπόν να έγινε χωρίς λόγο ή τουλάχιστο τα κίνητρα γι αυτό είναι τώρα ξεχασμένα. Πάντως κάποια χρόνια πριν εισέβαλε στη σκέψη του Ε. Σε μια αποβάθρα ενός σταθμού δύο θάλασσες και μια στεριά πέρα από τον τόπο που θεωρούμε δικό μας υπήρχε μια αφίσα των Απόκοσμων Σιδηροδρόμων. Το μήνυμα ήταν απλό: "Από το Μεγάλο Πύργο στον Πύργο του Ρέβισνεν με τα νυχτερινά μας τρένα μόνο με 20 ρέσλι". Λες; Σκέφτηκε ο Ε αλλά γρήγορα έφτασε το τρένο για το σπίτι του και άλλες σκέψεις έδιωξαν το απόκοσμο μέρος από το μυαλό του.

Δύο θάλασσες και μια στεριά από τον τόπο που θεωρούμε δικό μας βρίσκεται αυτό το Νησί. Είναι όμως ώρα να λυθεί η σιωπή για τον τόπο αυτό; Είναι. Στην πρωτεύουσα του νησιού αυτού βρίσκεται ο Μεγάλος Πύργος, νόμισμα είναι το ρέσλι και οι Απόκοσμοι Σιδηρόδρομοι εκτελούν μεταφορικό έργο στην περιοχή. Σπουδαία στοιχεία αλλά δεν ξεδιαλύνουν το μυστήριο του απόκοσμου μέρους. Βέβαια ίσως προσφέρουν ένα ερέθισμα για μια συγκριτική μελέτη των τριών χωρών που έγιναν αντικείμενο των ισάριθμων ταξιδιών. Πολύ πιθανό τα ακόλουθα θέματα να απασχολούν ήδη τους πιο περίεργους: Συναλλαγματική ισοτιμία ρέσλι χρηματικής μονάδας χώρας που μίκραινε. Διμερείς σχέσεις του τόπου που θεωρούμε δικό μας με το Νησί. Ρυθμιστικό πλαίσιο των σιδηροδρομικών μεταφορών στο Νησί, στη χώρα που μίκραινε και στον τόπο που θεωρούμε δικό μας. Αλλά ποιόν πραγματικά ενδιαφέρουν αυτά;

Σε μια εσχατιά του Νησιού βρισκόταν το απόκοσμο μέρος. Στα απώτερα χρόνια λίγοι κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί. Με εξαίρεση τους γηγενείς που περιέγραφαν τη ζωή τους με μεγάλες λίθινες κατασκευές αντί για λόγια, λίγοι παλιοί περιηγητές φαίνονταν να γνώριζαν την περιοχή καλά. Μια αρχαία διήγηση για τους τόπους του νησιού χαρίζει στο απόκοσμο μέρος την εξής περιγραφή: "Ο ουρανός εδώ μπλέκεται με τη γη. Η στεριά γίνεται ρευστή και ανακατεύεται με τη θάλασσα. Τα σύννεφα ταξιδεύουν αστραπιαία και φέρνουν συνέχεια βροχή. Τα ρυάκια που σχηματίζονται έχουν ένα νερό κατάμαυρο σαν το κατράμι που καταλήγει σε απύθμενες λίμνες ή στο θολό πέλαγος. Ένα μεγάλο πράσινο χαλί σκεπάζει τον τόπο αυτό αφήνοντας κάπου κάπου χώρο για μερικές συστάδες δέντρων. Το φως είναι λίγο αλλά οι μέρες κάποτε γίνονται πολύ μακριές".

Μόλις ο Ε έφτασε στο απόκοσμο μέρος μπήκε στη δούλεψη ενός εργαστηρίου επιδιόρθωσης γραφειοκρατιών. Το εργαστήριο αυτό βρίσκεται στο Λιβαγόσκ τη μεγαλύτερη πόλη του απόκοσμου μέρους. Μια ώρα με το τρένο από το Λιβαγόσκ η πόλη Οδούγριμεβ χρησιμεύει ως πρωτεύουσα ενώ το Ρέβισνεν της σιδηροδρομικής αφίσας είναι μια απομακρυσμένη και γραφική πολίχνη και οι εξοχές της είναι γνωστές σε όλο το Νησί για την αλόκοτη θελκτικότητα τους.

Ο Ε θα δει πολλά στο Λιβαγόσκ όσο βέβαια του το επιτρέπει η δουλειά του. Ένα μέρος των καθηκόντων του είναι να πάει στη χώρα που μίκραινε για να βρει τι θέλει φτιάξιμο. Το εργαστήρι είναι κλειστό δυομισι μέρες τη βδομάδα κι έτσι ο Ε είχε την ευκαιρία να γυρίσει το απόκοσμο μέρος.