Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Για τον τσαλαπετεινό και την καρακάξα

Στη χώρα που μίκραινε οι μικροί είχαν πια γεράσει απελπιστικά. Οι περισσότεροι βρίσκονταν σε μια κατάσταση ημιτύφλωσης. Κάθε απόγευμα οι οδηγοί τους τους έφερναν σε ένα μεγάλο δημόσιο οικόπεδο. Εκεί στάθμευαν τα γηραλέα και άνευρα κορμιά τους αντίκρυ στον ήλιο του δειλινού. Είχαν ξεχάσει πως ήταν να περπατάς και η απογευματινή έξοδος γινόταν με τον πλέον περίπλοκο τρόπο. Οι οδηγοί τους συγκέντρωναν σε παράταξη κατά ζυγούς και σε μια ειδική οπή στα αναπηρικά τους αμαξίδια περνούσαν ένα μακρύ κοντάρι συνδέοντας έτσι τα αμαξίδια μεταξύ τους. Ένας οδηγός έπαιρνε θέση στα αριστερά του κάθε στοίχου κι ένας στα δεξιά και με αργό και συντονισμένο βήμα έσπρωχναν το κοντάρι για να τσουλήσουν οι τροχοί και η πομπή ξεκινούσε. Στο οικόπεδο ένας τσαλαπετεινός ανταγωνιζόταν έντονα με μια καρακάξα για το ποιός θα πρωτοτσιμπήσει τα ψίχουλα από το δείπνο των γέρων που έπεφταν στη χλόη.

Αυτό συνεχίστηκε για κάπου είκοσι καλοκαίρια, ώσπου ένας οδηγός από τα αριστερά τραυματίστηκε σοβαρά σκοντάφτοντας σε μια λακούβα μιας και κανείς δεν είχε μείνει που να συντηρεί το οδόστρωμα. Οι τελείως τυφλοί πια γέροι αποφάσισαν να τοποθετηθούν οι οδηγοί σε μηχανοκίνητα κουβούκλια για περισσότερη ασφάλεια. Παρότι το Κοινό Ταμείο των Μικρών, το ίδρυμα που τους συντηρούσε, δεν είχε επιπλέον πόρους για καύσιμα και οχήματα και οι γέροι αρνούνταν πεισματικά να παραχωρήσουν έστω και ένα μικρό κλάσμα από τα μηνιαία τους μισθοσιτηρέσια, η απόφαση εκτελέστηκε από τους οδηγούς με ένα τέχνασμα. Θα έβαζαν από ένα ακομα αμαξίδιο κάθε χρόνο στο κάθε κοντάρι με αντάλλαγμα ένα δώρο που θα εισέπρατταν για την παραχώρηση του δικαιώματος επισκευής των τροχών σε μία εταιρία για τέσσερις δεκαετίες. Το δώρο θα κάλυπτε τις επιπλέον ανάγκες των καυσίμων. Οι γέροι στο μεταξύ είχαν αναλωθεί σε στοιχήματα για το αν το κρώξιμο του τσαλαπετεινού ή της καρακάξας πρόδιδε ποιό πουλί ήταν πιο χορτάτο.

Σύντομα όμως συνέβη αυτό που κανείς τους δεν είχε προβλέψει. Οι γέροι πλήθυναν τόσο ώσπου δεν υπήρχε πια χώρος για να προσδεθεί το κουβούκλιο του οδηγού από τα δεξιά στο κοντάρι και να σπρώξει το ζυγό. Σιγά σιγά αναρίθμητα από κοράκια στάθηκαν στα δέντρα γύρω από το οικόπεδο. Ο τσαλαπετεινός και η καρακάξα τσιμπολογούσαν ανήσυχοι.

Αυτή ήταν τώρα η κατάσταση. Έσπρωχνε μόνο ο οδηγός από τα αριστερά και η παράταξη έκανε συνέχεια κύκλους. Η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε μαρασμό τη χλόη κάτω από τα αμαξίδια. Τα αμαξίδια δε συντηρούνταν, οι γέροι που εξαντλούσαν πια λαίμαργα το κολατσιό που είχαν πάνω τους. Η τύφλωσή ΤΩΝ ΓΕΡΩΝ δεν τους επέτρεπε να δουν ότι η πομπή είχε μείνει στάσιμη στο ίδιο σημείο του οικοπέδου γιατί οι συνεχείς κύκλοι τους έδιναν την αίσθηση της κίνησης. Αλλά ήταν και τόσο ζαλισμένοι από τους κύκλους που δεν άκουσαν πια πως ο τσαλαπετεινός πέταξε μακρυά και τα πρώτα κοράκια μαδούσαν ήδη το ξεπουπουλιασμένο ψοφίμι της καρακάξας.